τυραννίσκος

τυραννίσκος
ο перен. маленький тиран, мучитель

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "τυραννίσκος" в других словарях:

  • τυραννίσκος — ο 1. ο μικρός, ασήμαντος τύραννος (πρβλ. σατραπίσκος, βασιλίσκος). 2. μτφ., μικρός, δηλ. μικρής ηλικίας βασανιστής: Το μωρό της είναι ένας τυραννίσκος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τυραννίσκος — ο, Ν 1. μικρός ή ασήμαντος τύραννος 2. μτφ. α) άτομο που καταπιέζει τους υφισταμένους του β) μικρός βασανιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύραννος + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. σατραπ ίσκος). Η λ. μαρτυρείται από το 1818 στον Αδ. Κοραή] …   Dictionary of Greek

  • -ίσκος — ίσκη, ίσκον (ΑΜ ίσκος, ίσκη, ίσκον) επίθημα ουσιαστικών τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται σε ΙE * isko και απαντά κυρίως σε αρσ. και σπανιότερα σε θηλ. και ουδ. ονόματα. Το γένος τών λ. σε ίσκος ( ίσκη, ίσκον) καθορίζεται συνήθως από αυτό τών… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»